συκάμινο

συκάμινο
Πεδινός οικισμός (809 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (19 τ. χλμ., 1.045 κάτ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Κατηφόρι (39 κάτ., υψόμ. 25 μ.), Καμάρι (30 κάτ.), Νέο Συκάμινο (83 κάτ.) και Λευκιάς (84 κάτ.). Το Σ. οφείλει το όνομά του στο ομώνυμο μεσαιωνικό κάστρο, που βρισκόταν κοντά στον Ωρωπό και ανήκε στο τάγμα των Ιωαννιτών ιπποτών.
* * *
το / συκάμινον, ΝΜΑ
ο καρπός τής συκαμινιάς, το μούρο
μσν.
εξανθηματική νόσος τών αλόγων
αρχ.
1. ο οπός τών συκαμίνων, τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για καλλωπισμό τού προσώπου τους
2. το συκόμουρο
3. είδος νόσου τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. πιθ. σημιτικής προέλευσης (πρβλ. αραμαϊκό šiqemīn), η οποία έχει δεχθεί την επίδραση τήςλ. σῦκον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ostattika — Präfekturbezirk Ostattika (1972–2010) Νομαρχία Ανατολικής Αττικής Basisdaten (April 2010)[1] …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • μόρο — (I) το ζωολ. γένος τελεόστεων οστεϊχθύων τής οικογένειας eretmophoridae. (II) το (Α μόρον) ο καρπός τής μουριάς, τής συκαμινιάς, συκάμινο, μούρο νεοελλ. ωάριο που μετά τη γονιμοποίηση του διαιρείται σε δύο, τέσσερα, οκτώ μέρη και ούτω καθεξής αρχ …   Dictionary of Greek

  • ντούτι — το ο καρπός τής μουριάς, το μούρο, το συκάμινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dut] …   Dictionary of Greek

  • συκαμίνινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συκάμινο 2. κατασκευασμένος από συκαμινιά («συκαμίνινον πλοῑον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συκάμινον + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • συκαμινόβεργα — η, Ν βέργα συκαμινιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκάμινο + βέργα] …   Dictionary of Greek

  • συκαμινώδης — ῶδές, Α [συκάμινον] όμοιος με συκάμινο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”